Ἱστορικό τοῦ Ναοῦ
Ὁ Ἱερὸς Ναὸς τῆς Κοιμήσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἀνεγέρθηκε παραπλεύρως προϋπάρχοντος μικροῦ ὁμώνυμου Ναΐσκου, ὁ ὁποῖος ἦταν κατασκευασμένος ἀπὸ ξύλα, σοβὰ καὶ κεραμίδια. Ὁ Ναΐσκος αὐτὸς, ἦταν ἔργο τῶν ἁλιέων καὶ τὸ Ἱερὸ εἶχε προσανατολισμό πρὸς τὸν Νότο.
Ἡ περιοχὴ τῆς Βάρκιζας τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὑπαγόταν ἐκκλησιαστικῶς στὴν Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν καὶ ὁ Ναΐσκος ἐξυπηρετοῦσε τὶς ἀνάγκες τῶν σχετικὰ λίγων μονίμων κατοίκων, οἱ ὁποίοι ἦταν ἁλιεῖς τὸ ἐπάγγελμα. Ὁ Ναΐσκος ἀνῆκε ὡς παρεκκλήσιο στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου στὴν Βάρη, στὴν ὁποία ὑπαγόταν καὶ ἡ Βάρκιζα ὡς οἰκισμός, καὶ ἐξυπηρετεῖτο περιστασιακὰ ἀπὸ διάφορους Ἱερεῖς τῆς Ἱερᾶς
Ἀρχιεπισκοπῆς.
Τὸ ἔτος 1963 μὲ ἀπόφαση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κυροῦ Χρυσοστόμου (Χατζησταύρου) καὶ διὰ Βασιλικοῦ Διατάγματος (Τεῦχος Α΄, Ἀρ. Φύλλου 90, 13 Ἰουνίου 1963) , ὁ Ἱερὸς Ναὸς τῆς Κοιμήσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Βάρκιζας «Ἁλιάνθου» (καθὼς Ἁλίανθος ὀνομαζόταν παλαιότερα ἡ περιοχή), ἀνακηρύχθηκε ὡς Ἐνορία. Ὁ πρῶτος ἐφημέριος τοῦ νέου Ἱεροῦ Ναοῦ ἦταν ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Μιχαλόπουλος (1962-1977).
Ὁ π. Βασίλειος βλέποντας τὶς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου, τὴν εὐλογημένη ἐπιθυμία ἀνεγέρσεως περικαλλοῦς ναοῦ, σὲ συνάρτηση μὲ τὸν ἀδελφικὸ σύνδεσμο ποὺ εἶχε μὲ τὴν εὐσεβῆ οἰκογένεια τοῦ ἐπιχειρηματία Μακαριστοῦ Δημητρίου Δελῆ (καταγωγῆς ἀπὸ τὸ Καμάρι τῆς Τρίπολης) ζητεῖ τὴν ἀνέγερση Ναοῦ. Τὴν δαπάνη ἀνέλαβε ἐξ ὁλοκλήρου μὲ ἰδιαίτερη χαρὰ ὁ Δημήτριος Δελής (ὁ ὁποῖος εἶχε παραθεριστικὴ κατοικία στὴν Βάρκιζα ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Ναό), θεωρώντας το ὡς ἰδιαίτερη εὐλογία.
Τὸ ἀρχιτεκτονικὸ σχέδιο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ θὰ τὸ ἐπιμεληθεῖ ὁ Ἀναστάσιος Ὀρλάνδος, Ἕλληνας ἀρχιτέκτονας, ἀρχαιολόγος, ἀκαδημαϊκός, ὁ σπουδαιότερος ἐρευνητὴς τῆς ἑλληνικῆς ἀρχιτεκτονικῆς καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς θεμελιωτὲς τῆς ἐπιστήμης τῆς βυζαντινῆς τέχνης στὴν Ἑλλάδα. Σχέδια τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ σώζονται στὸ ἀρχεῖο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως μας.
Οἱ ἐργασίες ἀνεγέρσεως τοῦ Ναοῦ ξεκίνησαν τό ἔτος 1963 καί ὁλοκληρώθηκαν κατὰ τὸ 1969, σύμφωνα μὲ τὴν κτητορικὴ ἐπιγραφὴ ποὺ σώζεται ἐντὸς τοῦ Ναοῦ πάνω ἀπὸ τὴν δυτικὴ εἴσοδο καὶ γράφει: «Ἀνηγέρθη ἐκ βάθρων ὁ Θεῖος καὶ Πάνσεπτος οὗτος Ναὸς τῆς Κοιμήσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου διὰ δαπάνης τοῦ εὐσεβοῦς χριστιανοῦ Δημητρίου Δελῆ, εἰς μνήμην τῶν γονέων Ἀντωνίου καὶ Βασιλικῆς καὶ τῶν αὐταδέλφων αὐτοῦ Γεωργίου καὶ Νικολάου ἐν ἔτει σωτηρίῳ αϠξθ΄».
Κοιτάζοντας προσεκτικὰ τὸ Ναὸ, θαυμάζουμε τὸ κάλλος τῆς βυζαντινῆς ἀρχιτεκτονικῆς, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀρίστη γνώση καὶ τὸν σεβασμὸ τοῦ ἀρχιτέκτονος στὴν βυζαντινὴ παράδοση. Ὁ Ναὸς εἶναι, κατὰ τὸν ρυθμό, ἐγγεγραμμένος σταυροειδὴς μὲ τροῦλο (πού φέρει ἐσωτερικὰ τὴν ἁγιογραφία τοῦ Παντοκράτορος), ἄνευ κλιτῶν.
Ἡ τοιχοποιία τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ εἶναι περίτεχνη καὶ ἔχει στοιχεῖα ἀπὸ τὴν πλινθοπερίκλειστη τεχνική. Περιλαμβάνει σειρὲς λίθων μὲ συνδετικὸ κονίαμα, τὸ λεγόμενο κουρασάνι, καὶ σειρὰ συμπαγῶν ὀρθογώνιων παραλληλόγραμμων τούβλων. Ὁ Ναὸς φέρει στὸ κάτω μέρος του μονόλοβα ἀνοίγματα (παράθυρα) μὲ μικρὸ τόξο ἀπὸ συμπαγῆ τοῦβλα σὲ σειρὰ καὶ ἀπὸ τὴν μέση τοῦ Ναοῦ καὶ ἐπάνω φέρει δίλοβα ἀνοίγματα μὲ διαχωριστικὸ κίονα μεταξύ τους καὶ μὲ τοῦβλα ὄχι μόνο στὸ τόξο, ἀλλὰ καὶ περιμετρικὰ τῶν ἀνοιγμάτων μέχρι τὴν βάση τους. Στὸν τροῦλο πάλι ἔχουμε μονόλοβα ἀνοίγματα μὲ μικρὸ τόξο ἀπὸ συμπαγῆ τοῦβλα σὲ σειρά. Ὅπως φαίνεται ὁ Ναὸς ἐὰν κάποιος τὸν βλέπει ἀπὸ ψηλά, οἱ κεραῖες τοῦ σταυροῦ ὑψώνονται πάνω ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη στέγαση, τονίζοντας τὸ σταυροειδὲς ἀρχιτεκτονικὸ σχῆμα. Ἡ σκεπὴ εἶναι ἀπὸ κεραμίδια ποὺ στὸ τέλος τους ἔχουν ἀετωματικὲς ἀπολήξεις.
Ὁ Ναὸς ἔχει τρεῖς θύρες εἰσόδου ὅπου πάνω ἀπὸ κάθε μία ἔχουμε ἕνα ψηφιδωτό: στὴν δυτικὴ εἴσοδο τοῦ Ναοῦ ἔχουμε τὴν Παναγία, στὴν βορινὴ πλευρὰ ἔχουμε τὸν Ἅγιο Δημήτριο τὸν Μυροβλύτη καὶ στὴν νότια τὸν Ἅγιο Γεώργιο τὸν Τροπαιοφόρο. Στὴν βόρεια πλευρὰ τοῦ Ναοῦ ἔχουμε ἕναν ἀνοικτὸ παραλληλόγραμμο χῶρο, κολλητὰ μὲ τὸν Ναό, στὴν εἴσοδο τοῦ ὁποίου ἔχουμε τρεῖς καμάρες. Ἡ μεσαία καμάρα βασίζεται σὲ δύο μαρμάρινους κίονες. Στὴν δυτικὴ πλευρὰ ὑπάρχουν στὴν εἴσοδο τοῦ Ναοῦ δύο μαρμάρινοι κίονες. Στὴν νότια πλευρὰ ἔχουμε μία ἁπλῆ εἴσοδο.
Τὸν λόγο γιὰ τὸν ὁποῖον ἡ βόρεια πλευρὰ εἶναι πιὸ περίτεχνη ἀπὸ τὴν δυτικὴ πλευρά, δὲν γνωρίζουμε ἀκριβῶς. Ἴσως, ὁ ἀρχιτέκτων ὁδηγήθηκε σὲ αὐτὴν τὴν λύση, λαμβάνοντας ὑπ΄ ὄψιν του τὴ θέση τοῦ Ναοῦ πάνω στὴν πλατεῖα σὲ σχέση μὲ τὶς περικείμενες ὁδούς. Ἡ εἴσοδος αὐτή (ὅπως καὶ ἡ δυτικὴ) εἶναι σὲ ἀπόλυτη εὐθεῑα μὲ τὴν ὁδὸ Ἥρας, μόνον ποὺ ἡ θέση τοῦ Ναοῦ δὲν ἀφήνει ἐλεύθερον χῶρο ἐμπρὸς ἀπὸ τὴ δυτικὴ πλευρά. Ἀντιθέτως, ἐρχόμενοι οἱ πιστοὶ ἀπὸ τὴν βορινὴ πλευρὰ τῆς ὁδοῦ Ἥρας ἔχουν ἀκριβῶς ἀπέναντί τους τὸν ἀνοιχτὸ περιβάλλοντα χῶρο τοῦ Ναοῦ καὶ τὴν περικαλλῆ εἴσοδο, ἡ ὁποία πιθανότατα σχεδιάστηκε καὶ χρησιμοποιήθηκε ἀρχικὰ ὡς κύρια εἴσοδος. Ἡ μεγαλοπρέπεια τοῦ Ναοῦ, μόνον ἀπὸ ἐκείνη τὴ θέση ἦταν δυνατὸν νὰ ἀναδειχθεῖ.
Οἱ ἁγιογραφίες ποὺ κοσμοῦν τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ εἶναι ἔργα τῶν ἁγιογράφων Σπυρίδωνος Παπανικολάου καὶ Δημητρίου Ρίτσου, οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν βοηθοί καὶ μαθηταί τοῦ μεγάλου Φώτη Κόντογλου, ἐνῶ οἱ εἰκόνες τοῦ τέμπλου εἶναι ἔργα τοῦ ἐπιφανοῦς ζωγράφου καὶ ἁγιογράφου Δημητρίου Πελεκάση. Τὸ τέμπλο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, ὁ Ἀρχιερατικὸς Θρόνος, τὸ προσκυνητάρι τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος, καθὼς καὶ τὸ κουβούκλιο τοῦ Ἐπιταφίου εἶναι ξυλόγλυπτα ρωσικῆς τεχνοτροπίας.
Στὸν ὑπόγειο χῶρο ἀκριβῶς σχεδὸν κάτω ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Ναὸ εὑρίσκεται τὸ ὀστεοφυλάκιο τῆς οἰκογένειας τῶν Κτητόρων. Αὐτὸν τὸν χῶρο ἐπιμελήθηκε ὁ ἴδιος ὁ Δημήτριος Δελὴς καὶ συνεχίζουν νὰ φροντίζουν μὲ ἰδιαίτερο σεβασμὸ τὰ ἀνίψια του Ἀντώνιος καὶ Χρῆστος Φωτόπουλος, καθὼς καὶ ὁ Κωνσταντῖνος Μαρίνος.
Ἀπὸ τὴν πρόσφατη ἱστορία τῆς Ἐνορίας μας, ἀναφέρουμε ἐνδεικτικὰ τὰ ἀκόλουθα.
Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1974, ἡ Ἐνορία μας, ἀκολουθώντας τή νέα ἐκκλησιαστική δοικητική διάρθρωση, ἀποσπᾶται ἀπὀ τήν Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Ἂθηνῶν καί ὑπάγεται στή νεοπαγῆ Ἱερὰ Μητρόπολη Νέας Σμύρνης.
Στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1980, τό Ναό μας ἐπισκεπτόταν συχνά ὡς προσκυνητής ὁ Μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Ἱερωνύμος ὁ Α΄ (Κοτσώνης), λόγω τῆς φιλίας του μὲ τὸν τότε ἐφημέριο τοῦ Ναοῦ Ἀρχιμανδρίτη Τιμόθεο Δασκαλόπουλο. Ὁ ἐπίτροπος τοῦ Ναοῦ μας κ. Κλεάνθης Λεοντίδης, θυμᾶται τόν Ἀρχιεπίσκοπο, στό Ἱερό Βῆμα συμπροσευχόμενον, νά τοῦ συμπεριφέρεται μὲ ἁπλότητα, ἐγκαρδιότητα καὶ ταπείνωση.
Ἀπό τὶς 28 Ἰουνίου 2002, ἡ Ἐνορία μας ὑπάγεται στὴν νεοσυσταθεῖσα (κατόπιν εἰσηγήσεως τοῦ Μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἑλλάδος κυροῦ Χριστοδούλου) Ἱερὰ Μητρόπολη Γλυφάδας.
Στὶς 29 Ἰανουαρίου 2011 τό Ναό μας διέρρηξαν ἀσυνείδητοι ἱερόσυλοι, οἱ ὁποίοι ἔκλεψαν τὴν ἐφέστιο Ἱερὰ Εἰκόνα μαζὶ μὲ τὰ ἀφιερώματά της. Ἐπρόκειτο γιά τήν ἱστορική εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἔργο τοῦ 19 ου αἰῶνος. Σύμφωνα μέ μαρτυρίες παλαιῶν κατοίκων, ἡ εἰκόνα εἶχε βρεθεῖ ἀπὸ κάποιον στρατιώτη στὴν Μάχη τοῦ Σκρᾶ τὸ 1918, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τότε ποὺ ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς σημείωσε μία ἀπὸ τὶς σημαντικὲς νικηφόρες μάχες ἔναντι τῶν Βουλγάρων.
Στὴν Βάρκιζα οἱ πιστοὶ εὐλαβοῦνται ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ τὸν Ἅγιο Νικόλαο, ἐπίσκοπο Μύρων της Λυκίας, ἐπειδή στὴν Βάρκιζα, ὑπῆρχαν καὶ συνεχίζουν νὰ ὑπάρχουν ἁλιεῖς. Κατὰ τὴν ἑορτή τοῦ Ἁγίου, τελεῖται πανηγυρικὸς ἑσπερινὸς καὶ τὴν κυριώνυμο ἡμέρα μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία λιτανεύεται ἡ Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, μὲ τὴν συνοδεία τῆς φιλαρμονικῆς τοῦ Δήμου, μέχρι τὰ γραφεῖα
τοῦ Συλλόγου Ἁλιέων Βάρκιζας στὴν παραλία, ὅπου ἀναπέμπεται δέηση.
Μὲ ἰδιαίτερη λαμπρότητα ἐπίσης ἑορτάζεται καὶ ἡ Δεσποτικὴ ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων, ὅταν σὲ εἰδικὰ διαμορφωμένο χῶρο στὴν παραλία, τελεῖται ἡ κατάδυση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί ὁ Ἁγιασμὸς τῶν ὑδάτων. Ὅπως συμβαίνει κατὰ τοὺς θερινοὺς μῆνες, ἔτσι καὶ τὴν Μ. Τεσσαρακοστὴ καὶ κυρίως τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα τὸ ἐκκλησίασμα εἶναι πολυπληθέστερο, ἐπειδὴ ἡ Βάρκιζα διατηρεῖ μεγάλο ἀριθμὸ
παραθεριστικῶν κατοικιῶν.
Ὁ Ναὸς ὑλοποιεῖ τὸ φιλανθρωπικὸ καὶ κοινωνικὸ ἔργο ὑλικῆς στήριξης πολλῶν ἐνδεῶν οἰκογενειῶν. Συνάμα ἔχει πλούσια κατηχητικὴ δραστηριότητα ποὺ περιλαμβάνει τὴν παρουσίαση ἀλλὰ καὶ τὸν βιωματικὸ τρόπο ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας.